Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1812 ο Καποδίστριας και η Επανάσταση

του Σπύρου Χατζάρα

Στις 16/28 Μαΐου 1812 υπογράφηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου με την οποία τελείωσε ο έκτος Ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1806-1812.
Οι διαπραγματεύσεις είχαν ξεκινήσει με την "βοήθεια" της Αγγλίας από τον Οκτώβρη του 1811 στη σημερινή Ρούσε της Βουλγαρίας.
Ο κύριος υποστηρικτής της συμφωνίας ήταν ο άγγλος επιτετραμμένος στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνινγκ και ο φίλος των Αγγλων Ρείς Εφέντης Μεχμέτ Σαίντ Γκαλίπ , που τον υποστήριζε και ο Μέγας Βεζύρης Λαζ Αζίζ Αχμέτ Πασά.
Τη συμφωνία διαπραγματεύτηκε ο διπλωματικός σύμβουλος του στρατηγού Μιχαήλ Κουτούζωφ, ο κόμης Αντρέι Ιταλίνσκι, που πριν τον πόλεμο ήταν ο ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη.
Στην ουσία, οι μεγάλοι χαμένοι ήσαν οι Ορθόδοξοι των Βαλκανίων, και ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης.
Ο Σέρβοι έλαβαν το καθεστώς της Υδρας, οι βλαχομπογδαναίοι έμειναν αφορολόγητοι για δυο χρόνια και οι Έλληνες δεν πήραν τίποτα.
Τα σύνορα Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ορίστηκαν στην στην αριστερή ακτή του Δούναβη και τον Προύθο. Οι Ρώσοι, κέρδισαν την Βεσσαραβία, αλλά θα έπρεπε να εκκενώνουν τη Βλαχία και Μολδαβία.
Οι κάτοικοι της Μολδαβίας, και της Βλαχίας για δύο χρόνια δεν θα πλήρωναν φόρους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι χριστιανοί που ήθελαν θα μπορούσαν να πουλήσουν την περιουσία τους και να φύγουν μέσα σε ένα χρόνο. Το ίδιο και οι μουσουλμάνοι ης Βεσσαραβίας.
Η ναυσιπλοΐα στο Δούναβη θα ήταν ελεύθερη. Το ίδιο και στα Στενά.
Η Ρωσία θα έπρεπε να επιστρέψει τα φρούρια που είχε καταλάβει στον Καυκάσιο. Η Τουρκία που είχε υποστεί συντριπτικές ήττες στο μέτωπο, τα έπαιρνε όλα πίσω, δίνοντας κάποια δικαιώματα στους Σέρβους και τη Βεσσαραβία.
Η Συμφωνία ηταν πολύ καλή για την Τουρκία και πολύ κακή για τη Ρωσία.
Αλλά , υπήρχε η αγγλική εγγύηση ότι η Τουρκία σαν σύμμαχος πλέον των Άγγλων δεν θα έπαιρνε μέρος στην επίθεση του Ναπολέοντα και ο στρατός του Δούναβη θα μπορούσε να στραφεί κατά των Γάλλων.
Αυτή ήταν η ουσία της Συνθήκης του Βουκουρεστίου. Ο Κουτούζωφ πριν υπογράψει τη Συνθήκη, είχε λάβει φύλλο πορείας για τη Μόσχα.
Από τις 2/14 Μαίου 1812 είχε διοριστεί από τον Τσάρο διοικητής της Στρατιάς του Δούναβη ο ναύαρχος Πάβελ Τσιτσαγκόφ, που στις 11/23 Mαΐου βρισκόταν στο Ιάσιο, και στις 16/28 είχε φθάσει στο Βουκουρέστι για να αναλάβει τη διοίκηση της Στρατιάς.
4 ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης και την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Τσιτσαγκόφ, υποδέχτηκε στο Βουκουρέστι, στις 20 Μαίου/1 Ιουνίου 1812, τον διευθυντή του διπλωματικού του γραφείου που ερχόταν από την Βιέννη. Τον Ιωάννη Καποδίστρια που επιτέλους κατάφερε να φθάσει στο μέτωπο.
Το κύριο «ρωσικό διπλωματικό πρόβλημα», μετα την υπογραφή της Συνθήκης ήταν να παρουσιαστεί η εγκατάλειψη «των ομοδόξων της Ρωσίας στην ανατολή», και κυρίως των Σέρβων, και των Ελλήνων, ως «προσωρινός τακτικός ελιγμός», ώστε οι Σέρβοι και οι άλλοι ορθόδοξοι της Ανατολής να μην χάσουν την πίστη τους στη Ρωσία. Στόχος της Αυτοκρατορικής Αυλής ήταν να αφήσουν να αιωρείται η «υπόσχεση» ότι τα πράγματα θα άλλαζαν μετά την απόκρουση της Γαλλικής εισβολής στη Ρωσία.
Ο Καποδίστριας εκμεταλλεύτηκε προς δικό του όφελός τις ρωσικές «ανάγκες». Στο «υπόμνημα» που υπέβαλε στον προϊστάμενο του , τον διοικητή της στρατιάς του Δούναβη ναύαρχο Τσιτσαγκόφ , και το οποίο βρήκε και δημοσίευσε ο ρώσος ιστορικός Γρηγκόρι Αρς, σημείωνε: «Έχω φίλους και γνωστούς ανάμεσα στους έλληνες εμπόρους και τραπεζίτες. Τους έχω υποσχεθεί να τους τροφοδοτώ με ειδήσεις. Έχοντας την τιμή να είμαι κοντά στην εξοχότητα σας, μπορώ να τους κάνω να πιστέψουν για τα πολιτικά ζητήματα ό,τι θα ήθελα» .
Οι «φίλοι και γνωστοί» του, ήσαν τα μέλη της Φιλογένειας και του Φοίνικα.
Το δικό του δίκτυο. Ο Καποδίστριας πριν φύγει από τη Ρωσία για τη Βιέννη είχε επισκεφτεί στη Μόσχα τον δημιουργό και αρχηγό του Φοίνικα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, και αποκατέστησε την πλήρη συνεργασία του «δικτύου» του Φοίνικα με τους «Φιλογενείς» της Κέρκυρας. Με την τοποθέτηση του στη Βιέννη απέκτησε και τον έλεγχο της ομάδας των «Λαμπρινών» και των «Φίλων του Ρήγα». Ο αυστριακός υπουργός της αστυνομίας Χάγκερ σττην αναφορά με ημερομηνία 14/26 Νοεμβρίου 1811, που υπέβαλε στον Μέττερνιχ έγραφε:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία , ότι ο Καποδίστριας προορίζεται εκτός του επισήμου ρόλου του να προσηλυτίσει και να οργανώσει κατά το πνεύμα της ρωσσικής πολιτικής τους Έλληνας στη Βιεννη», και τόνιζε: «Τούτο συνάγεται και εκ των ημετέρων ερευνών, καθ' ας συνδέεται ούτος μετά τινών πλουσίων ελληνικών εμπορικών οίκων με διακλαδώσεις, διά των οποίων είναι εις θέσιν ο Καποδίστριας όχι μόνο να ασκήση επιρροήν επί άλλων, αλλά και να συγκεντρώση δι' αυτών πληροφορίας πολιτικής φύσεως εκ πολλών περιοχών».
Το δίκτυο Καποδίστρια το είχαν καταλάβει και οι «μυστικοί» της Βέννης που τον νόμιζαν για άνθρωπο των Ρώσων.
Ο Καποδίστριας, προσφερόταν επομένως , να δημιουργήσει, με δαπάνες της Ρωσίας και με την πολιτική της κάλυψη, ένα δίκτυο, που θα χρησίμευε στην ελληνική επαναστατική Εταιρία, και στην κατάλληλη στιγμή θα δούλευε για τον «ιερό σκοπό».
Υποσχόταν να εξαπατά τους Έλληνες υπέρ της Ρωσίας και να τους κάνει να πιστέψουν ότι θα ήθελε η ρωσική πολιτική, και ταυτόχρονα όλο του το δίκτυο , θα εξαπατούσε την Ρωσία, και θα δούλευε υπέρ του Ελληνικού Έθνους.
Η «τέχνη της υποκρισίας», σε ανώτατο επίπεδο.

Η συνθήκη του Βουκουρεστίου, ενεκρίθη από τον Τσάρο στις
23 Ιουνίου/ 5 Ιουλίου 1812, και το ουκάζιο έφθασε στο Βουκουρέστι στις 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1812.
Στις 120 μέρες που έμεινε στο Βουκουρέστι, ο Καποδίστριας με την έγκριση του Τσιτσαγκόφ και του Τσάρου διόρισε από το διπλωματικό γραφείο της στρατιάς του Δούναβη, έναν «στρατό προξενικών πρακτόρων» της Ρωσίας, στην Οθωμανική αυτοκρατορία, την Ιταλία και την Αυστρία, δημιουργώντας ένα αμφίδρομο δίκτυο συλλογής και αποστολής πληροφοριών , στο οποίο ενσωμάτωσε Έλληνες εμπόρους, κληρικούς, και δασκάλους.
Ένας από αυτούς, ήταν ο Γ.Π. που αναφέρει ο Σπηλιάδης, ο Ιωάννης Παπαρηγόπουλος, ο μεταφραστής του ρωσικού προξενείου στην Πάτρα, με αποστολή να προσεγγίσει την Αυλή του Αλή Πασά και να συλλέγει πληροφορίες. Στο υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο το 1826 ο Καποδίστριας, θέλησε να δικαιολογήσει τη στρατιά των πρακτόρων που δημιούργησε, όταν «εγκαταλείφθηκαν οι ομόδοξοι της Ρωσίας», με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Εξήγησε ότι, «οι ομόδοξοι της Ρωσίας εν τη Ανατολή εβεβαιώθησαν επίσης περί της και εν τω μέλλοντι αναλλοιώτου ρωσικής προστασίας, δια του διορισμού πολλών προξενικών πρακτόρων, οίτινες απεστάλησαν άνευ αναβολής εκ του αρχηγείου του στρατού του Δουνάβεως, ως και δια των οδηγιών αίτινες εδόθησαν εις τους πράκτορες τούτους και εις την Κωνσταντινουπόλει ρωσσικήν πρεσβεία».
Στην αμέσως επόμενη παράγραφο φρόντιζε να πει στον Νικόλαο, ότι τις ενέργειές αυτές τις επιδοκίμασε ο Τσάρος Αλέξανδρος και του απένειμε στις
8 Νοεμβρίου 1812 με διάταγμα τον βαθμό του «conseiller d’ etat actuel».
Η κύρια αποστολή του διπλωματικού γραφείου της στρατιάς του Δούναβη, ήταν να εργαστεί, για το προσωρινό καθεστώς διοίκησης των Μολδαβικών εδαφών (Βεσσαραβία) που προσαρτήθηκαν στη Ρωσία, και για την κατ’ αρχήν εφαρμογή του άρθρου 8 της συνθήκης, που αναφερόταν στη Σερβία, και κυρίως να αποκλείσει την προέλαση του γαλλικού στρατού από τις δαλματικές ακτές προς την Ουκρανία. Ο Καποδίστριας που διαφωνούσε με τον Τσάρο, όπως και ο Τσιτσαγκόφ , για την συνθήκη που υπέγραψαν οι Κουτούζωφ-Ιταλίνσκι, συνέταξε με την άδεια του ναυάρχου, αναλυτικό υπόμνημα για τα σφάλματα της συνθήκης του Βουκουρεστίου , δεσμεύοντας έτσι τον Τσάρο, και στη συνέχεια έκαναν ότι μπορούσαν για να μην την εφαρμόσουν, στο σύνολο της. Οι Σέρβοι δεν ήξεραν τι είχε συμφωνηθεί στο Βουκουρέστι.
Ο Καραγκεώργιεβιτς πληροφορήθηκε ότι ο Τσάρος, κατήργησε το κράτος του, στις 15/27 Αυγούστου, στο μοναστήρι της Βρατσέβσνιτσα, (κάπου 20 χλμ από το Γκόρνι Μιλάνοβατς), από ειδικό απεσταλμένο του Καποδίστρια.
Οι διαπραγματεύσεις του Καποδίστρια με τους Τούρκους διεξήγοντο μέσω της Νις, όπου ήταν η έδρα του, Χουρσίτ Αχμέτ Πασά, που τον Ιούλιο του 1812, διορίστηκε Βεζύρης, αλλά παρέμεινε «σερασκέρης» στο μέτωπο.
Στη Νις στάλθηκαν και οι Σέρβοι αντιπρόσωποι.

Η συνεχεία της συναρπαστικής αυτής
Ιστορίας στο βιβλίο μου, «Η Επανάσταση των Φιλογενών» . *

ΥΓ. Ο λαδέμπορας της Στοάς της Λευκάδας και το τέκνο του κόντε Ρωμα και της «μητέρας», του Λονδίνου, άρχισε να «γράφει μέλη», το… 1817. (Χοχοχοχοοοοοο)

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Ο Λάμπρος οι Υψηλάνται και ο Φοίνικας

Με την ευκαιρία της εισβολής στις 18/19 Μαίου 1792 της Μεγάλης Γερμανίδας Αρκουδας στην Πολωνία με πρόταση
των Ρότσιλντ. Έτσι η Αρκούδα αντί για την Πόλη,
πήγε στη Βαρσοβία.

του Σπύρου Χατζάρα

Το όραμα για την απελευθέρωση των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, «με το σπαθί και την φωτιά», διατυπώθηκε από τον απεσταλμένο του Αλέξανδρου Υψηλάντη , τον εξάδελφό του Αλέξανδρο Μουρούζη, το 1781, στην Στοά του Αγίου Ανδρέα στην Ερμανούπολη.

Λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, στο Βουκουρέστι, λειτουργούσε από το 1780, υπό την κάλυψη του Αλ. Υψηλάντη, η πρώτη « Εταιρία των Φίλων», η οποία, όπως γράφει ο Πρωτοψάλτης, ήταν «ελληνική μυστική απελευθερωτική οργάνωση , στην οποία μετείχαν εκτός των Ελλήνων και εντόπιοι Βλάχοι» .

Στην πρώτη « Εταιρία των Φίλων», συμμετείχαν και τα παιδιά του ηγεμόνα, ο εικοσάχρονος Κωνσταντίνος, και ο δεκαοκτάχρονος Δημήτριος, καθως και οι αξιωματικοί των 58 ελληνικών λόχων ,που είχε συγκροτήσει στη Βλαχία ο Υψηλάντης. Το 1782 που ο Υψηλάντης ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη εμπιστευόμενος τη ζωή του στον φίλο του Πόντιο βεζίρη, Ιτζέτ Αχμέτ Πασά , και η «Εταιρεία των Φίλων», έμεινε εν υπνώσει , η «πεφωτισμένη» Μ. Αικατερίνη της Ρωσίας, υπέβαλε στον επίσης «πεφωτισμένο» Ιωσήφ Β' της Αυστρουγγαράις, το «Ελληνικό» της σχέδιο, του οποίου εμπνευστής υπήρξε ο Γρηγόρης Αλεξάνδροβιτς Ποτέμκιν.

Οι επαφές των δύο αυτοκρατόρων , «που ήσαν πλασμένοι από την θεία πρόνοια να συμφωνούν», κατέληξαν μετά από 4 χρόνια, σε ένα γενικό σχέδιο διανομής του «Μεγάλου ασθενούς», σύμφωνα με το οποίο:
1) Η Ρωσία θα καταλάμβανε το Ότσακώφ , την Κριμαία, τη Γεωργία, τον Καύκασο, και θα έπαιρνε δύο νησιά στο Αιγαίο, «χάριν των εμπορικών της συμφερόντων».
2) Το Βελιγράδι και η Σερβία, η Βοσνία- Ερζεγοβίνη μέχρι των εκβολών του Δρίνου και τη λίμνη Σκόδρα, η Ολτενία, (Μικρά Βλαχία) μέχρι τον ποταμό Ολτ,
( Αλούτα), το Βιδίνι, το λιμάνι της Όρσοβα επί του Δουνάβεως, και η Δαλματία, (που θα την αφαιρούσαν από τη Βενετία), θα περνούσαν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
3)Η Βενετία, που είχε αποδεχθεί το σχέδιο και ήταν «αφανής» σύμμαχος, θα έπαιρνε πίσω τις παλιές ελληνικές κτήσεις της, την Κύπρο, την Κρήτη, και την Πελοπόννησο.
4) Επί των ερειπίων του Οθωμανικού Κράτους θα εδημιουργούντο δύο νεα κράτη, το Δακικό και το «Ελληνικό βασίλειο», που επίσης ονομαζόταν, «ανατολική αυτοκρατορία», που θα είχαν ορθόδοξους ηγεμόνες. Το «βασίλειο των Δακών», θα περιελάμβανε την Βεσσαραβία, την Μολδαβία , τη νότια Ποντόλια, και την Μπουκοβίνα.

Στο «Βασίλειο των Ελλήνων», που θα είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, θα ανήκαν οι περιοχές νότια του Δούναβη, (η Δοβρουτσά και η σημερινή Βουλγαρία, η Θράκη, η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Στερεά, η Αλβανία ,το Μαυροβούνιο, και παράλια της Μικράς Ασίας και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου.

Η Αικατερίνη προόριζε για τον θρόνο της Δακίας τον αγαπημένο της πρίγκιπα Ποτέμκιν, και για τον θρόνο του ελληνικού βασιλείου στην Κωνσταντινούπολη, τον εγγονό της Κωνσταντίνο, γύρω από τον οποίο υπήρχε μια ομάδα προσφυγόπουλων , όπως ο γεννημένος το 1770 Κωνσταντινουπολίτης Δημήτριος Κουρούτας , που αργότερα έγινε στρατηγός, και ο επίσης γεννημένος το 1770 Χιώτης Ιωάννης Καραγεώργης, που αργότερα παντρεύτηκε τη νόθα κόρη της Αικατερίνης και του Ποτέμκιν, Ελισάβετ.

Για να κάνουν το σχέδιο «ελκυστικό» στις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, ο Ιωσήφ και η Αικατερίνη, προσέφεραν την Αλγερία στην Ισπανία, τη Λιβύη και την Τυνησία στην Αγγλία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, και τον Λίβανο στη Γαλλία. Το οθωμανικό κράτος, θα περιοριζόταν στην Ανατολία, το Ιράκ, την Ιορδανία και την Αραβία.
Η Πολωνία, θα έμενε ως είχε.

Η πρώτη αντίδραση από πλευράς των Ελλήνων εκδηλώθηκε το 1785, με το «Ελληνικό» σχέδιο, που υπέβαλε στον Ιωσήφ Β' και μέσω εκείνου στην Μ. Αικατερίνη, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, που διατηρούσε αλληλογραφία με τον καγκελάριο της Αυστρίας Ιωσήφ, Κάουνιτς, το οποίο «ενεκρίθη».
Προς το τέλος της ίδιας χρονιάς, εμφανίστηκε στο Ιάσιο, και ο «πολιτικός φορέας», της «Ρουσογραικίας», που ήθελε να δημιουργήσει η Αικατερίνη, μέσα από την Στοά «Φοίνιξ», που ίδρυσε , με την έγκριση της μητέρας Στοάς της Βιέννης, ο «πεφωτισμένος» Αλέξανδρος Ι. Μαυροκορδάτος, που διορίστηκε ηγεμόνας της Μολδαβίας . Με τα «σούρτα- φέρτα» των «αποστόλων» στα σχέδιο εντάχθηκαν και οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, που συγκρότησαν την «Ομοσπονδία των αρματωλών», υπό τον Ζαχαριά.

Η Στοά «Φοίνιξ», κάλυπτε τη δράση της ομώνυμης μυστικής εταιρίας , που διαδέχθηκε την «Εταιρία των Φίλων», ως η ελληνική μυστική απελευθερωτική οργάνωση, η οποία θα εργαζόταν προς όφελος των Ελλήνων, αλλά και του ίδιου του Μαυροκορδάτου, που προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στο Ρωσικό του παρελθόν και την Αυστριακή πολιτική, ώστε να γίνει ανεξάρτητος ηγεμών μετά τον αναμενόμενο, 8ο Ρώσσο-τουρκικό πόλεμο. Η «μυστική εταιρία» , διαδόθηκε ταχέως , όπως αναφέρει και ο Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, στην Κωνσταντινούπολη, στη Μολδοβλαχία, στη Στερεά, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, και τη νησιώτικη Ελλάδα, και απέκτησε μέλη και παραρτήματα στη Βιέννη, τη Μόσχα, τη Νίζνα, και την αγία Πετρούπολη . Τα μέλη του «Φοίνικα» , ήσαν κατά κύριο λόγο οι έλληνες έμποροι, στα εμπορικά κέντρα, και διανοούμενοι. Οι περισσότεροι ήσαν Τέκτονες, διότι η διάδοση της «εταιρείας», έγινε μέσω των «Στοών» της Ανατολής, στην Κωνσταντινούπολη τη Σμύρνη, και τα Επτάνησα.

Oι «πράκτορες» της Αικατερίνας, που διέσχιζαν και πάλι τον ελληνικό χώρο, όπως και στα Ορλωφικά, για να ξεσηκώσουν τους Έλληνες σε επανάσταση, ήσαν άνθρωποι συνδεδεμένοι με τον «Φοίνικα». Παράλληλα, για τον καλύτερο συντονισμό της προσπάθειας, η Μεγάλη Αικατερίνη, διόρισε ως Ρώσο πρόξενο στην Κέρκυρα, τον Λυμπεράκη Μπενάκη γιό του Παναγιώτη, και εγγονό του Λυμπέριου Γερακάρη, που ήταν η ψυχή της όλης κίνησης.

Ο Λυμπέριος Μπενάκης, κατά τα Ορλωφικά, κατατάχθηκε στο ρωσικό στόλο, (όπως και ο Λάμπρος Κατσώνης), και το 1774 προήχθη σε ανθυπολοχαγό.
Το 1776, πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να επιτύχει στα πλαίσια των ρωσο-τουρκικών διαπραγματεύσεων, την αποκατάσταση της περιουσίας του. Επέστρεψε στη Ρωσία, στην Κριμαία, και το 1783 προήχθη σε ταγματάρχη, και μετά διορίσθηκε γενικός πρόξενος στην Κέρκυρα, όπου συνδέθηκε στενά με την οικογένεια Καποδίστρια. Διορίστηκαν ακόμα ο πρώην αρματολός Ζαγορίσκος ως υποπρόξενος, στην Ζάκυνθο, ο υπολοχαγός του Ρωσικού στρατού Πάνος Μητσικέλης πρόξενος στην Ήπειρο, ο ταγματάρχης Λουίτζι Σωτήρης στη Χειμάρα , και στην Κεφαλληνία ο πρίγκιπας Δ. Κομνηνός, οι οποίοι είχαν οδηγίες να έρθουν σε επαφή με τους κυριότερους κατά τόπους οπλαρχηγούς και άρχοντες, για να προετοιμάσουν το κίνημα. Από ρωσικής πλευράς γενικός συντονιστής ήταν, ο Ρώσος πρέσβης στη Βενετία στρατηγός Ιβάν Ζαμπορόβσκι , ο οποίος έλαβε οδηγίες «να ενεργήσει για την εξέγερση των ορθοδόξων λαών»,(Έλληνες και Σέρβοι), να συνάψει στενές σχέσεις με τους έλληνες στο Αιγαίο και την Ήπειρο, «προσέχοντας να μην τους δυσαρεστήσει» και «ακλουθώντας τις προτάσεις τους», ώστε,«να επιτύχει να αποσπάσει την εμπιστοσύνη τους», προς τη Ρωσία. Οι διαφωνίες των Ελλήνων, με το σχέδιο Ποτέμκιν, αφορούσαν προφανώς την τύχη της Πελοποννήσου, της Κρήτης, και της Κύπρου. Ούτε ο Μπενάκης, ούτε ο Κομνηνός μπορούσαν να δεχθούν τη νέα Ενετοκρατία .

Οι οδηγίες προς τον Ζαμπορόβσκι, αποκαλύπτουν την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην επανάσταση του 1770, και το ελληνικό επαναστατικό κίνημα, που άρχισε να δημιουργείται το 1785. Τα «Ορλωφικά», δεν είχαν πίσω τους οργανωμένο πολιτικό φορέα. Ήσαν κίνημα προσωπικοτήτων, που πείστηκαν ή παρασύρθηκαν από τη ρωσική προπαγάνδα και τις υποκειμενικές τους επιθυμίες. Τ ο κίνημα του 1785, που καλλιεργήθηκε από τη ρωσική προπαγάνδα, είχε πίσω του έναν πολιτικό φορέα, που είχε προτάσεις για τα ελληνικά συμφέροντα, και υποστήριξε πολιτικά τον Λάμπρο. Το φθινόπωρο του 1786 στην Πόλη , ή φιλοπόλεμη μερίδα των Τούρκων είχε επικρατήσει ολοκληρωτικά. Σε αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις και συσκέψεις εξετάσθηκε ο κατάλογος των απαιτήσεων , για την Κριμαία, τον Καύκασο, και την ελεύθερη ναυσιπλοΐα, πού έχει φέρει από την αγία Πετρούπολη ό ειδικός απεσταλμένος της Τσαρίνας Λάσκαροφ. Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε και την παραμικρή παραχώρηση. Παράλληλα η πολιτική δραστηριότητα του Μαυροκορδάτου στο Ιάσιο, και οι επαφές του μέσω του δικτύου του «Φοίνικα», οι συζητήσεις και τα σχέδια για την απελευθέρωση από τον Τουρκικό Ζυγό , των Ελλήνων, και των άλλων υποδούλων λαών της Βαλκανικής , έφτασαν και στα αυτιά των Τούρκων. Ο μεγάλος ενθουσιασμός που επικρατούσε, λόγω του επικείμενου πολέμου, οδήγησε στην ευρύτερη διάδοση των πληροφοριών οπότε οι ανταγωνιστικές «Φαναριώτικες» οικογένειες των μεταφραστών κάρφωσαν τα σχέδια του Μαυροκορδάτου στις διπλωματικές αποστολές της Αγγλίας και της Γαλλίας που με τη σειρά τους κατέδωσαν τους Ρώσους στους Τούρκους.
Το Φιρμάνι για την καθαίρεση τού ηγεμόνα της Μολδαβίας, υπογράφηκε στην Πόλη στις 3 /14 Δεκεμβρίου 1786 και έφτασε Ιάσιο 9 μέρες μετά.
Ο Μαυροκορδάτος, δεν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Την νύχτα της 25ης προς την 26η ‘Ιανουαρίου τού 1787, μετά από συνεννόηση με τον Ρώσο πρόξενο στο ‘Ιάσιο, έγινε «Φυραρής» . Το βράδυ τής 27ης πέρασε τον Δνείστερο και εισήλθε στο πολωνικό έδαφος. Λίγες μέρες αργότερα, έφτασε στις όχθες τού Δνείπερου, για να ζητήσει την προστασία της Αικατερίνης και να βρει καταφύγιο στην ρωσική επικράτεια . Μαζί του ήσαν 30 άτομα. Ανάμεσα τους ο Αντώνης Ζαγοραίος, ο μετέπειτα Ρήγας Φεραίος, ο οποίος πρωταγωνιστεί στην τρίτη ιστορία του μυθιστορήματος του Μαυροκορδάτου, «Έρωτος Αποτελέσματα», που εκτυλίσσετο στην Πολτάβα, τόπο της πρώτης εγκατάστασης του Φυραρή , στην ρωσική επικράτεια.

Ο εξωμότης ,Πόντιος Βεζύρης, Γιουσούφ πασάς, που ηγείτο της φιλοπόλεμης και αγγλόφιλης παράταξης, μαζί με τον Χασάν Τζαζαερλή Καπουδάν Πασά, διόρισαν αντικαταστάτη τού Μαυροκορδάτου, έναν δικό τους άνθρωπο, τον ‘Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ωστόσο, είχε και την υποστήριξη της Ρωσίας καθώς και της Αυστρίας, λόγω και του υπομνήματος του, στον οποίο ανέθεσαν τη διοίκηση των τουρκιών δυνάμεων στον Δούναβη, ενώ ο Ρήγας , που προήρχετο από τον «οίκο των Υψηλαντών», επέστρεψε στο Ιάσιο, και ανέλαβε τον συντονισμό του Φοίνικα και του δικτύου του.
Στο πλαίσιο τής προετοιμαζόμενης σύρραξης, από τον Μάρτιο ως τον Αύγουστο τού 1787 (οπότε ή Τουρκία κήρυξε τον Πόλεμο κατά τής Ρωσίας), το ζήτημα του Μαυροκορδάτου περιελήφθη στις διακοινώσεις, και τα τελεσίγραφα των αντιπάλων .
Η τουρκική πλευρά ζητούσε να της παραδοθεί ο φυγάδας έκπτωτος ηγεμόνας, αλλά αντιμετώπισε την κατηγορηματική άρνηση της Τσαρίνας. Τον Ιανουάριο του 1787, η Μ. Αικατερίνη ξεκίνησε από την Αγία Πετρούπολη, μια εξάμηνη «θριαμβευτική περιοδεία» προς τη Νέα Ρωσία , για «να γνωρίσει από κοντά την ανορθωμένη οικονομική και αμυντική κατάσταση στα απελευθερωμένα εδάφη». Στην επίσημη συνοδεία της αυτοκράτειρας συμμετείχαν, ως προσκεκλημένοι, και οι διπλωματικοί εκπρόσωποι της Αγγλίας και της Γαλλίας , οι οποίοι θα έπρεπε να αναφέρουν στις κυβερνήσεις τους, την πολεμική ισχύ της Ρωσίας και την ετοιμότητα της για τον αναμενόμενο πόλεμο με την Τουρκία στη Μαύρη Θάλασσα.
Η «παράσταση», για την τη λατρεία και την αφοσίωση των Ελλήνων στην Αικατερίνη, από την οποία περίμεναν την λύτρωση των σκλάβων αδελφών τους, άρχισε από τη Νίζνα, όπου ενσωματώθηκε στην «αυλή» και ο Μαυροκορδάτος. Στην Κριμαία, όπου έφτασε στα τέλη Μαΐου , την ανέμεναν ο «πεφωτισμένος», αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄, (που συμμετείχε στην συνέχεια της περιοδεία με το ψευδώνυμο «κόμης Φαλκενστάιν»), και ο βασιλιάς της Πολωνίας Στανισλάβ-Αύγουστος Πονιατόφσκι.
Η Μ. Αικατερίνη και οι προσκεκλημένοι της, επιθεώρησαν τις οχυρώσεις και τις ναυτικές υποδομές της Σεβαστούπολης, και στις 24 Μαΐου/4 Ιουνίου, στον δρόμο προς την Μπαλακλάβα, στις εννέα το πρωί, συνάντησαν το πρώτο γυναικείο στρατιωτικό σώμα στη σύγχρονη ιστορία, τον λόχο των ελληνίδων αμαζόνων, που είχε δημιουργήσει ο Ποτέμκιν. Εκατό έφιππες «Αμαζόνες», αρματωμένες με μακρύκαννα τουφέκια με επικεφαλής την διοικητή τους Ελένη Σαράντη, (σύζυγο του Ιωάννη Σαράντη, αδελφού του αντισυνταγματάρχη του Τάγματος της Μπαλακλάβα Πάβελ Σαράντοβ) , ήταν παραταγμένες σε μια ψευτο-δεντροστοιχία από πορτοκαλιές, λεμονιές και δάφνες.
Στο σημείο αυτό συνενώθηκαν με τον «λόχο των Αμαζόνων» οι έλληνες πρόσφυγες των Ορλοφικών από τη Μπαλακλάβα.
Στην τελετή της υποδοχής, πρωτοστατούσε ο Έλληνας ιερέας του Τάγματος της Μπαλακλάβα, Ανανίας. Στο τέλος της περιοδείας, η Μεγάλη Αικατερίνη και ο «κόμης Φαλκενστάιν», εισήλθαν στη Χερσώνα περνώντας κάτω από κάτω μια αψίδα που έγραφε στα ελληνικά, «προς το Βυζάντιο», και έμειναν τρείς μέρες στην πόλη, όπου τότε ζούσε και ο Ευγένιος Βούλγαρης, και ολοκλήρωσαν τις συμφωνίες για τον επικείμενο πόλεμο.
Η ώρα της «χριστιανικής σταυροφορίας» στην Ανατολή πλησίαζε. Στο πολεμικό «μανιφέστο» της Αικατερίνης, πού δόθηκε στην δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο τού 1787, η Τσαρίνα, προσκαλούσε όλο τον χριστιανικό κόσμο να ενώσει «τις ευχές και τις δυνάμεις του, εναντίον τού εχθρού τής Χριστιανοσύνης»,και καλούσε τον ορθόδοξο κλήρο και τον κάθε Έλληνα, κατά τη γραφή του Π. Χιώτη, «…να συμεθέξωσι προς την επιθυμίαν της, εις το να ελευθερώση την ορθόδοξον εκκλησίαν από τον θεοστηγή Τουρκικόν ζυγόν.
Να λάβωσι τα όπλα και να υπάγωσι να αποδιώξωσι τους εχθρούς του χριστιανικού ονόματος εκ των τόπων, ους αδίκως αφήρπασαν, και να αναλάβωσιν οι Έλληνες την αρχαίαν των ελευθερίαν και εθνικήν ανεξαρτησίαν….». Η διακήρυξη της Μ.Αικατερίνης , στην οποία γινόταν αναφορά στον φόνο τού ηγεμόνα Γρηγορίου Γκίκα (το 1777) και υπογραμμιζόταν πώς και ό ‘Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος «κινδύνευσε να έχει την ιδία τύχη, και γι’ αυτό «ζήτησε προστασία στους κόλπους της ορθοδόξου εκκλησίας μας , η οποία και του έδωσε άσυλο, όπως είχε υποχρέωση», μοιράστηκε σε χιλιάδες αντίτυπα στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα Επτάνησα, με ευθύνη των προξένων της Ρωσίας.

Οι επιχειρήσεις των Τούρκων άρχισαν στον Δνείστερο, στο «θέατρο» της Ουκρανίας, και στόχευαν στην ανακατάληψη της Κριμαίας.
Η Τουρκική επίθεση αποκρούστηκε τον Οκτώβριο από τον στρατηγό Σουβαρόφ. Την ίδια εποχή, ο ταγματάρχης του ρωσικού στρατού Λάμπρος Κατσώνης, στάλθηκε από τον Ποτέμκιν, «ανεπίσημα», στην Ελλάδα, ο δε Μυκονιάτης Αντώνιος Ψαρρός , εστάλη στις Συρακούσες , με τον τίτλο του στρατηγού και με άφθονα χρηματικά μέσα, για να διοργανώσει την επανάσταση των Χριστιανών τής Βαλκανικής, και ιδίως των Ελλήνων, που έπρεπε να αρχίσει μόλις εμφανιζόταν στο Αιγαίο, η Ρωσική μοίρα της Μεσογείου, που προετοιμαζόταν στον ναύσταθμο της Κροστάνδης.
Διοικητής του ρωσικού κρατικού στόλου στη Μεσόγειο, σε αντίθεση με τη μοίρα του Κατσώνη που ήταν «ιδιωτικού δικαίου», ήταν ο εγγλέζος υποναύαρχος Γκίμπς , που προσέλαβε έναν Μαλτέζο καπετάνιο τον Γουλιέλμο Λορέντσο, που ουδέν προσέφερε στον Κατσώνη, αλλά αντίθετα λεηλάτησε ελληνικά νησιά, ενώ ο Ψαρρός, βασικά κοίταξε να επωφεληθεί από τη διαχείριση.

Ο Λάμπρος Κατσώνης, έφυγε από το στρατόπεδο του Ποτέμκιν, που πολιορκούσε το Ουσακόφ , με 6 Έλληνες συντρόφους του, έχοντας την άδεια να υψώσει τη Ρωσική πολεμική σημαία σε δεκαοκτώ καράβια, και ταξίδεψε δια ξηράς μέχρι την Τεργέστη. Στη Βιέννη έγινε ενθουσιωδώς δεκτός, και το παράρτημα της «Εταιρίας του Φοίνικα» , και δημιούργησε ερανική επιτροπή για τη χρηματοδότηση της επανάστασης.
Ο ίδιος μηχανισμός μερικά χρόνια αργότερα στήριξε τον Ρήγα. Μεταξύ των Ελλήνων της αυστριακής πρωτεύουσας επικρατούσε η πεποίθηση ότι επιτέλους είχε έλθει ή ώρα τής συντριβής τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ή απελευθέρωση τής Πατρίδας. «Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ναι».

Τα βλέμματα όλων των Ελλήνων είχαν στραφεί στη σκλάβα πατρίδα και όλοι ετοιμάζονταν να τη βοηθήσουν να σπάσει τα δεσμά της.
Οι ενθουσιώδεις επικλήσεις του Κατσώνη τους εύρισκαν όλους πρόθυμους για θυσίες για την μεγάλη ιδέα. Οι νέοι έτρεχαν να καταταγούν στα πληρώματα του στόλου πού ετοιμαζόταν. Όπως έγραφε ο Κ. Κούμας « Ταύτην τήν φοράν, έφαίνοντο οί Τούρκοι ότι δεν θέλουν αποφύγει την μοίραν των».

Στο μέτωπο του Δούναβη, η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία
στις 9 Φεβρουαρίου 1788. Ο Ιωσήφ βρισκόταν στο μέτωπο του Βελιγραδίου, και από το Σεμλίνο,(Ζέμουν), εξέδωσε την πολεμική του διακοίνωση, προς τις ευρωπαϊκές αυλές στην οποία ανέφερε : «Επέστη ό χρόνος, κατά τον οποίο , εμφανιζόμενος ως εκδικητής της ανθρωπότητος , αναλαμβάνω να αποζημιώσω την Ευρώπη δια όσα έπαθεν άλλοτε δεινά υπό των κανιβάλων Τούρκων και ελπίζω να αποκαθάρω τον κόσμο, φυλής βαρβάρου, που για τόσον χρόνο ήτο ή μάστιξ αυτού» Ανατολικότερα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, που βρισκόταν σε επαφή με τη Βιέννη, και τη Ρωσία, «αιφνιδιάστηκε», και ο στρατηγός Freiherr von Laudon κατάλαβε το Ιάσιο, τον Απρίλιο του 1788, συλλαμβάνοντας τον αιχμάλωτο.
Η Τουρκική αντεπίθεση, ανάγκασε τους Αυστριακούς να υποχωρήσουν και η Πύλη διόρισε, με την υποστήριξη του γηραιού Χασάν Τζαζαερλή Καπουδάν Πασά , ηγεμόνα και της Μολδαβίας, τον Νικόλαο Μαυρογένη, στον οποίο ανατέθηκε η αρχιστρατηγία των τουρκικών δυνάμεων.
Στη Βιέννη, «ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι» του δύστυχου Ιωσήφ, που κήρυξε τον πόλεμο κατά των «κανιβάλων Τούρκων», παρά την αντίθεση της «μητέρας του Κόσμου». Το εσωτερικό μέτωπο κατέρρευσε. Η στοά της Βιέννης πέρασε ανοιχτά στην αντιπολίτευση και τον κατήγγειλε ότι πρόδωσε τις αρχές της «πεφωτισμένης δεσποτείας».
Οι τιμές των τροφίμων διπλασιάστηκαν και για πρώτη φορά στη Βιέννη, οι πεινασμένοι λεηλάτησαν αρτοποιεία , ενώ ο «φόβος» της υποχρεωτικής στράτευσης, οδήγησε πολλές αριστοκρατικές οικογένειες να εγκαταλείψουν τη Βιέννη. Ωστόσο μετά την άφιξη στο μέτωπο του Δούναβη, της Ρωσικής δύναμης που ενώθηκε με τους Αυστριακούς, οι Τούρκοι υπέστησαν δύο συντριπτικές ήττες τον Ιούλιο του 1789 στη Φωξάνη και τον Σεπτέμβριο στο Μαρτινέστι, και υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Στις 8 Οκτώβριου οι Αυστριακοί κατέλαβαν το φρούριο του Βελιγραδίου, και στις 6 Δεκεμβρίου, οι Ρώσοι υπό τον στρατηγό Ποτέμκιν κατέλαβαν το Φρούριο του Ουσακόφ. Παράλληλα ο τουρκικός στόλος δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει, στη Μαύρη Θάλασσα, τον ρωσικό, που διοικούσε ο Φιόντορ Ουσακόφ. Έδωσε τέσσερεις ναυμαχίες, και υποχώρησε σε όλες, με απώλειες. Ο 8ος ρώσο-τουρκικός πόλεμος, είχε ουσιαστικά τελειώσει τον χειμώνα του 1789.

Ο τουρκικός στρατός είχε καταρρεύσει, και είχε υποστεί τεράστιες απώλειες ενώ η τακτική και τεχνολογική αδυναμία του ήταν ολοφάνερη. Ο δρόμος για την Κωνσταντινούπολη ήταν ανοιχτός. Τα πράγματα όμως, δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν, οι Έλληνες, ο Υψηλάντης , ο Μαυροκορδάτος, και ο Κατσώνης.

Οι διπλωματικές προσπάθειες της Αγγλίας, με τη βοήθεια και του «Φωτός» της μητέρας του Κόσμου», απέτρεψαν, την προέλαση των ρωσικών και των Αυστριακών στρατευμάτων στο νότο. Η Ελλάδα δεν επρόκειτο να απελευθερωθεί με το «σπαθί και τη φωτιά». Το Λονδίνο προσεφερε στην Αικατερίνη την Πολωνία.

Περισσότερα για την συναρπαστική συνεχεία στο Βιβλίο μου 
"Η Επανάσταση των Φιλογενών".